Υποτροπιάζουσες Ουρολοιμώξεις
Τι είναι οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις;
Πολλές γυναίκες υποφέρουν από συχνές ουρολοιμώξεις. Περίπου το 20% των νεαρών γυναικών, μετά την πρώτη ουρολοίμωξη, θα έχουν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. Υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις θεωρούνται αυτές οι οποίες χαρακτηρίζονται από επανεμφάνιση συμπτωματικής ουρολοίμωξης μετά την πλήρη κλινική αποδρομή ενός προηγούμενου επεισοδίου και παρά την κατάλληλη θεραπεία. Συνήθως είναι απλές κυστίτιδες και για να χαρακτηριστούν ως υποτροπιάζουσες θα πρέπει να έχουμε περισσότερα από 3 επεισόδια στους προηγούμενους 12 μήνες ή περισσότερα από 2 επεισόδια στο τελευταίο 6μηνο. Υποτροπιάζουσες Κάθε επιπλέον επεισόδιο αυξάνει τον κίνδυνο ότι θα ξανασυμβεί. Σε μερικές από αυτές, οι υποτροπές θα σταματήσουν σε 1-2 χρόνια, αν αντιμετωπιστούν σωστά με έντονη προσπάθεια στην πρόληψη.
Θα πρέπει πάντα να γίνεται διάκριση υποτροπής και επαναλοίμωξης.
Υποτροπή ορίζεται η επανεμφάνιση των συμπτωμάτων με ταυτόχρονη απομόνωση του ίδιου μικροοργανισμού σε καλλιέργεια, συνήθως εντός 2 εβδομάδων μετά τη θεραπεία, ενώ επαναλοίμωξη θεωρείται η επανεμφάνιση συμπτωμάτων με καλλιέργεια άλλου μικροοργανισμού ή και του ίδιου μετά τη μεσολάβηση αρνητικής καλλιέργειας ούρων.
Παράγοντες κινδύνου: Οι συχνότεροι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση υποτροπών σχετίζονται με:
- Τη συμπεριφορά και τις συνήθειες του ασθενούς (σεξουαλική συμπεριφορά, χρήση κολπικών διαφραγμάτων, σπερματοκτόνων παραγόντων κ.ά.)
- Τη γενετική προδιάθεση ( έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχει αυξημένη συχνότητα ουρολοιμώξεων εάν στο άμεσο περιβάλλον υπήρχε ένα μέλος που έπασχε από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις)
- Την ατροφία κολπικού επιθηλίου λόγω ανεπάρκειας οιστρογόνων σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες
- Μηχανικούς και λειτουργικούς παράγοντες που σχετίζονται με την κένωση της ουροδόχου κύστεως ( ακράτεια ούρων,παρουσία κυστεοκήλης , υπόλειμμα ούρων μετά την ούρηση κ.ά.)
- Τη συχνή χρήση αντιβιοτικών.
Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει συνήθως δυσουρικά ενοχλήματα ( τσούξιμο, κάυσος ή άλγος κατά την ούρηση), συχνουρία, επιτακτική ούρηση, αιματουρία, χωρίς πυρετό ή πόνο στη μέση.
Διάγνωση
Για τη διάγνωση απαιτείται λεπτομερής λήψη ιστορικού και εργαστηριακός έλεγχος ο οποίος περιλαμβάνει γενική και καλλιέργεια ούρων και επί θετικού αποτελέσματος, δοκιμασία ευασθησίας στα αντιβιοτικά. Είναι σημαντικό το δείγμα των ούρων να δοθεί κατά τη διάρκεια των συμπτωμάτων και πριν την έναρξη αντιβιοτικής αγωγής..
Σε απουσία επιπλοκών δεν κρίνεται απαραίτητος περαιτέρω εργαστηριακός έλεγχος σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ο έλεγχος συμπληρώνεται με υπερηχογράφημα νεφρών-κύστεως, ουροδυναμική μελέτη και γυναικολογική εξέταση και κυστεοσκόπηση.
Οι υποτροπές συχνά παρουσιάζουν χρονική συρροή κι ακολουθούνται από περιόδους υφέσεως. Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις χωρίς υποτροπές δεν επιβαρύνουν την νεφρική λειτουργία και δεν οδηγούν σε νεφρική ανεπάρκεια.
Θεραπευτικές επιλογές.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ ΜΕ ΑΝΤΙΒΙΩΣΗ
Για την αποφυγή υποτροπών (και όταν ο αριθμός τους είναι >3 μέσα στους 6 μήνες) ο αποτελεσματικότερος τρόπος προφύλαξης έχει αποδειχθεί η χορήγηση μικρών δόσεων αντιβιοτικού για μεγάλο χρονικό διάστημα προ της νυχτερινής κατάκλισης. Το αρχικό χρονικό διάστημα για τη χημειοπροφύλαξη είναι 6 μήνες έως 1 χρόνος. Η μείωση της πιθανότητας υποτροπής είναι >95%.
Σε γυναίκες που η εμφάνιση της λοίμωξης σχετίζεται με τη σεξουαλική δραστηριότητα, προτείνεται η χορήγηση μιας δόσης μετά τη σεξουαλική επαφή. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, η διακοπή της προφύλαξης συνοδεύεται με περίπου 50% πιθανότητα υποτροπής.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ ΜΕ ΑΝΟΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑ
Μια εναλλακτική προληπτική αγωγή για τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις είναι η χορήγηση ενός είδους εμβολίου από το στόμα. Το σκεύασμα Uro-Vaxom περιέχει εξασθενημένα στελέχη από τους 18 υπότυπους Escherichia Coli που προκαλούν πιο συχνά ουρολοιμώξεις. Το δοσολογικό σχήμα είναι μια κάψουλα την ημέρα για 3 μήνες και μπορεί να χρειαστούν επαναλληπτικές δόσεις.
ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ ΜΕ ΓΑΛΑΚΤΟΒΑΚΙΛΟΥΣ
Η χρήση γαλακτοβάκιλων σε μορφή χαπιού ή κολπικού υπόθετου μπορεί να μειώση τη συχνότητα εμφάνισης ουρολοιμώξεων βελτιώνωντας την ισορροπία της κολπικής χλωρίδας. Δεν είναι όλοι οι γαλακτοβάκιλοι κατάλληλοι για αυτή τη χρήση, παρά μόνο συγκεκριμένα στελέχη
D-ΜΑΝΝΟΖΗ
Νέα κλινική μελέτη που αφορά τη χρήση παραγόντων που εμποδίζουν την προσκόλληση των βακτηριδίων στο βλεννογόνο του ουροποιητικού συστήματος έδειξε ότι η χρήση ενός μη φαρμακευτικού παράγοντα έχει την ίδια και καλύτερη αποτελεσματικότητα στην πρόληψη ουρολοιμώξεων σε σχέση με τη θεραπεία με αντιβιοτικό παράγοντα.
Η ουσία που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη είναι το D-Mannose, ένα φυσικό ζάχαρο που δεν μεταβολίζεται από τον οργανισμό και αποβάλλεται αμετάβλητο από τα ούρα. Το D-Mannose έχει την ιδιότητα να εμποδίζει την προσκόλληση των βακτηριδίων στα κύτταρα του ουροποιητικού και να σταματάει έτσι τον βασικό μηχανισμό βλάβης των βακτηριδίων.